...για την παράδοση του τόπου μας. Ανακοινώσεις ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΘΗΤΩΝ Οι μαθητές γράφουν...

Τα μαργαριτάρια του χωριού

Γράφει η μαθήτρια της Γ΄Λυκείου Αυτζόγλου Σωτηρία.

Ο Χειμώνας ήταν βαρύς τη χρονιά εκείνη. Το χιόνι αργούσε να λιώσει και είχε σκεπάσει τα πάντα. Στέγες, αυλές, χωράφια , όλα παγωμένα. Τα τζάκια των σπιτιών καίγαν αδιάκοπα. Οι χωρικοί είχαν ετοιμαστεί για τον κρύο χειμώνα, ήδη από το καλοκαίρι.

Στην άκρη του χωριού ξεχώριζε το καλυβάκι του κυρ Γιάννη. Αν και ήταν κι αυτό μέσα στα χιόνια, σαν το θωρούσες νόμιζες ότι το έλουζε ο ήλιος. Τα χιόνια γύρω από το σπίτι στραφτάλιζαν σαν μικρά – μικρά διαμαντάκια. Τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα έφεγγε από το μικρό παραθύρι το τζάκι και ένιωθες τη ζεστασιά, πριν μπεις μέσα.

– Η πίστη παιδί μου είναι το παν στον άνθρωπο, έλεγε και ξανάλεγε ο κυρ Γιάννης στο δεκάχρονο γιο του που σκάλιζε με την τσιμπίδα τ’ αναμμένο τζάκι.

– Και μέχρι πού μπορεί, πατέρα, να φτάσει η πίστη;

– Δεν μπορείς, καλό μου, να την μετρήσεις, εξαρτάται πόσο αγαπάει κάποιος το Θεό. Όσο αγαπάς, τόσο πιστεύεις και, όσο πιστεύεις, τόσο αγαπάς.

– Άντε, λεβέντη μου, να κοιμηθείς. Αύριο πρωί-πρωί πρέπει να σηκωθούμε εμείς για τη δουλειά και συ για το σχολείο, ακούστηκε η γλυκιά φωνή της κυρά-Μαριγώς.

Έκανε το σταυρό του ο Κωνσταντής και χώθηκε στο απαλό και ζεστό κρεβατάκι του. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένος και χαρούμενος ! «Όσο αγαπάς, τόσο πιστεύεις και, όσο πιστεύεις, τόσο αγαπάς», σκεφτόταν και χαμογελούσε κάτω από τα ζεστά του σκεπάσματα. Πολύ θέλω να μοιάσω στον πατέρα μου. Ένας γλυκός ύπνος πήρε το παιδί και το ταξίδεψε εκεί που μόνο τα παιδιά ταξιδεύουν.

– Κωνσταντή, σήκω λεβέντη μου να ετοιμαστείς για το σχολειό.

– Μα πότε ξημέρωσε καλέ μάνα; Εγώ θαρρώ πως μόλις που πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου.

– Έλα-έλα, ετοιμάσου, πρέπει να περάσεις και από το σπίτι του κυρ Μανώλη, να πάρεις και την Αννούλα.

Σηκώθηκε βιαστικά ο Κωνσταντής και νίφτηκε με το παγωμένο νερό. Τώρα ξύπνησε για τα καλά. Ήπιε με μια ρουφηξιά το ζεστό του γάλα, πήρε στο χέρι το φρυγανισμένο στη θράκα ψωμί, άρπαξε την τσάντα του και τρέχοντας προς την αυλή φώναξε:

– Την ευχή σου, μάνα.

– Την ευχή της Παναγίας, παιδί μου, διαμάντι μου.

Τα μάτια της κυρά Μαριγώς άστραψαν από αγάπη και χαρά για τον μονάκριβο γιο της.

– Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, έλεγε και τον σταύρωνε.

– Έλα φτάνει-φτάνει, ακούστηκε η φωνή του κυρ Γιάννη από το σταύλο. Ο κυρ Γιάννης είχε σηκωθεί πολύ πρωί, για να φροντίσει τα ζωντανά του. Με δυο χωραφάκια και λίγα ζωντανά πορευόταν μέχρι σήμερα. Αυτός όμως θαρρούσε πως είχε τα μαργαριτάρια όλου του κόσμου. Η ψυχή του ήταν γεμάτη από όλα τα καλά του Θεού.

Τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα με τις καθημερινές φροντίδες και ανησυχίες. Δέκα χειμώνες και δέκα καλοκαίρια πέρασαν πάνω από το ήσυχο και όμορφο χωριό του Κωνσταντή.

– Στο καλό, λεβέντη μου, να προσέχεις! Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να φτάσει το μέτωπο του λεβέντη της η κυρά Μάρω.

– Να έχεις την ευχή μου, παιδί μου, και να μην λησμονάς. Όσο πιστεύεις, τόσο αγαπάς. Έσκυψε ο Κωνσταντής και φίλησε το ροζιασμένο και ευλογημένο χέρι του πατέρα του. Τα μάτια του βούρκωσαν, αλλά δεν ήθελε να το δείξει για να μην τους στενοχωρήσει. Τους αγαπούσε τόσο πολύ!

– Θα σας γράψω, είπε χαμογελώντας και έφυγε τρέχοντας.

Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που πρωτοπήρε το γιο του στην αγκαλιά του ο κυρ Γιάννης και να που ήρθε η ώρα να τον στείλει να υπηρετήσει και την πατρίδα. Ένιωθε περήφανος για το γιο του και ευχαριστούσε το θεό για την ευλογία που τους έδωσε. Όμως κάτι μέσα του τούτη τη στιγμή που έφευγε το παιδί τους, του κέντρισε την καρδιά. Μαύρες σκέψεις έκανε και αμέσως κούνησε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, λες και ήθελε να ξεκολλήσει και το κεφάλι του μαζί με τις σκέψεις.

– Τι κάνεις έτσι, αφέντη μου; Με τρομάζεις.

– Τίποτα , κυρά μου, λογισμούς κακούς έχω και θέλω να τους ξεκολλήσω.

– Σε καλό σου, μην κάμεις έτσι, δυο χρόνια είναι, θα περάσουν, ξέσπασε σε λυγμούς η κυρά Μαριγώ, δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο.

– Κι εγώ έχω κακές σκέψεις. Ίσως είναι που δεν αποχωριστήκαμε ποτέ μέχρι τώρα το παιδί μας, για αυτό νιώθουμε έτσι!

– Μακάρι, κυρά μου, αλλά να, δεν πάνε καλά και τα πράγματα. Οι Γερμανοί σιγά σιγά κατεβαίνουν προς τα κάτω.

– Θεός φυλάξει, σταυροκοπήθηκε η κυρά Μαριγώ.

Οι μέρες περνούσαν και ο κυρ Γιάννης με την κυρά του καρτερούσαν νέα από τον κανακάρη τους. Και ένα μεσημέρι ακούστηκε από μακριά μια τσιριχτή φωνή.

– Κυρά Μαριγώ, κυρά Μαριγώ!!!

– Τι είναι; Τι είναι, Αννούλα μου;

Ήταν το κορίτσι που βοηθούσε στο σχολείο ο Κωνσταντής. Μεγάλωσε κι αυτό, ολόκληρη κοπέλα, λυγερόκορμη με μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά.

– Τάξε με κυρά Μαριγώ!

– Αν φέρνεις αυτό που περιμένουμε, σκύψε χαρά μου να σε φιλήσω! Έσκυψε η Άννα να την φιλήσει η κυρά Μαριγώ και της έδωσε το γράμμα που καρτερούσαν.

– Ευχαριστώ, καρδερίνα μου, εμείς όμως δεν ξέρουμε να διαβάζουμε. Πέρνα μέσα να μας διαβάσεις τα νέα του Κωνσταντή, να τ’ ακούσει και ο κυρ Γιάννης να χαρεί , γιατί, από τότε που έφυγε ο Κωνσταντής, όλο το κεφάλι του κουνάει δεξιά κι αριστερά.

Γέλασε με την καρδιά της η Αννούλα. Ήταν καλόκαρδο κι ευγενικό κορίτσι. Η μάνα της αρρώστησε και τ’ άφησε ορφανό από πέντε χρονών. Ο κυρ Μανώλης, ο πατέρας της, στάθηκε κοντά της και σαν μάνα και σαν πατέρας. Την αγαπούσε πολύ η κυρά Μαριγώ, την ξεχώριζε απ’ όλες τις κοπελιές του χωριού. «Όλα καλά κορίτσια είναι, αλλά αυτό το έχω μέσα στην καρδιά μου», έλεγε. Κάθισαν λοιπόν γύρω από τ τραπέζι και η Άννα άρχισε να διαβάζει αργά και δυνατά. Ο κυρ Γιάννης και η κυρά Μαριγώ τέντωσαν τ’ αυτιά τους σαν λαγωνικά, για να μην τους ξεφύγει λέξη. Ούτε αναπνοή δεν έπαιρναν. Με λίγα λόγια ο Κωνσταντής τους περιέγραφε τη ζωή του στο στρατό. Κατά πως φαινόταν δεν ήταν και εύκολα. Αυτός όμως ήταν σκληραγωγημένο και δυνατό παιδί, και έλεγε ότι περνούσε καλά. Δεν είχε κανένα παράπονο. Καλό φαγητό είχε. Σκοπιές μέσα στη νύχτα είχε. Καψώνια είχε. Αλλά γι’ αυτόν, όλα καλά. Στο τέλος έστελνε φιλιά και την αγάπη του στους γονείς του και έγραψε αυτό που του έλεγε από μικρός ο πατέρας του: «Όσο αγαπάς , τόσο πιστεύεις. Όσο πιστεύεις, τόσο αγαπάς».

Η κυρά Μαριγώ δεν σταμάτησε να κλαίει από χαρά και αγαλλίαση. Τα δάκρυά της κυλούσαν σαν κρυσταλλάκια καυτά πάνω στα ρυτιδιασμένα αλλά ευωδιαστά μάγουλά της. Ο κυρ Γιάννης δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελο και την περηφάνια που ένιωθε για το γιο του. Από τη συγκίνησή τους δεν πρόσεξαν τα μάγουλα της Άννας που ξαφνικά έγιναν σαν παπαρούνες.

– Τι να κάνω; Σκεφτόταν, να τους το διαβάσω ή να μην το διαβάσω;

– Α μπα, αφού τα λόγια απευθύνονται σε μένα. Το διάβαζε , το ξαναδιάβαζε από μέσα της και της ερχόταν να φιλήσει το γράμμα.

– Όχι όχι, σκεφτόταν, συγκρατήσου, ντροπή!

– Τι είναι, καρδερίνα μου, γιατί κοιτάς έτσι το γράμμα; Μπας και λέει κάτι κακό;

– Όχι όχι, απλά το ξαναδιαβάζω, μήπως ξέχασα κάτι.

– Έλα λέγε, κατάλαβα εγώ, δεν μπορεί να μην λέει κάτι και για σένα. Όταν έφυγες, μας είπε ότι τα γράμματα που θα στέλνω θα σας τα διαβάζει η Άννα.

– Εε να, λέει ότι μου στέλνει χαιρετίσματα και ότι με σκέφτεται. Αυτά μπόρεσε να ψελλίσει η Άννα και λίγο έλειψε να σωριαστεί από τη ντροπή της. Τότε σηκώθηκε η κυρά Μαριγώ και τη αγκάλιασε γλυκά και στοργικά. Η Άννα ένιωσε ότι την αγκάλιασε η μάνα της και ας μη θυμόταν της μάνας της την αγκαλιά.

– Μην ντρέπεσαι, κόρη μου, σαν θα γυρίσει ο Κωνσταντής μας από το στρατό όλα θα γίνουν καθώς πρέπει.

Ο καιρός περνούσε, ο χειμώνας υποδέχτηκε την άνοιξη και εκείνη με τη σειρά της το γλυκό ζεστό καλοκαιράκι. Σε μια τελευταία άδεια του Κωνσταντή η μάνα και ο πατέρας του, κατόπιν εντολής βέβαια του κανακάρι τους, κανόνισαν να γίνουν οι αρραβώνες των παιδιών. Χαρά που είχαν όλοι τους!! Ιδιαίτερα η Άννα δεν θα ντρεπόταν πια γι’ αυτό που ένιωθε για τον Κωνσταντή. Εκείνος να δείτε κρυφή χαρά και καμάρι για την Αννούλα του. Τα πρόσωπά τους, όταν συναντιόντουσαν, ήταν τόσο φωτεινά και γελαστά!! Η αγάπη που νιώθανε μεταξύ τους φώτιζε τα καλοκάγαθα, άδολα μάτια τους σαν αστέρια. Ωσάν την Πούλια και τον Αυγερινό.

Τη χαρά του κυρ Γιάννη όμως κάποιες φορές μια σκιά τη σκέπαζε. Σκοτείνιαζε το βλέμμα του, κουνούσε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του και μονολογούσε:

– Αυτός ο λογισμός που τριγυρίζει σαν σφήκα το νου μου και κεντρίζει την καρδιά μου… Ήμαρτον, σχώρα με Χριστέ μου!

– Άντε πάλι αφέντη μου που τρέχει ο λογισμός σου; Ξεκίνα να πάμε στο δάσος για ξύλα, ο χειμώνας έρχεται, δεν θα περιμένει εμάς πότε να μαζέψουμε ξύλα. Θα μας δείξει απότομα τα δόντια του και θα τρέμουμε και από το κρύο και από το φόβο. Θα έρθει το παιδί μας από το στρατό, θα έχουμε γάμους και χαρές. Πρέπει αυτές οι δουλειές να τελειώσουν, είπε γελώντας η κυρά Μαριγώ.

– Καλά καλά, κυρά μου. Στάσου να πάρω μια ανάσα ο καψερός, πέρασαν τα χρόνια μου, δεν είμαι πια νιος.

Κίνησαν οι δυο τους με το γαϊδουράκι και σιγοτραγουδούσε με τη γλυκιά φωνή της η κυρά Μαριγώ:

Μοναχογιός ο Κωνσταντής

μικρός και χαϊδεμένος

έναν τον είχε η μάνα του

έναν και κανακάρη.

Αντρειώθηκεν ο Κωνσταντής

κι έγινε παλληκάρι

ήταν στον κόσμο ξακουστός

της μάνας του καμάρι.

Σαν έπιασε το σούρουπο, γύρισαν σπίτι κατάκοποι αλλά ευχαριστημένοι από τη δουλειά τους. Αφού ήπιαν το τσάι τους με το ζυμωτό ψωμί και τις λιγοστές ελιές, σταυροκοπήθηκαν και πλάγιασαν να σιάξουν τα κουρασμένα και γερασμένα κορμιά τους. Η καρδιά τους όμως ήταν σαν μικρού παιδιού γεμάτη από αγάπη για όλα τα πλάσματα του Θεού, μα πιο πολύ για το μονάκριβό τους και τώρα πια και για την Αννούλα, μιας και θα γινόταν σύντομα κόρη τους.

Πριν καλά καλά ξημερώσει, ακούστηκε δυνατά και γρήγορα η καμπάνα του χωριού. Σηκώθηκε ο κυρ Γιάννης, έκαμε το σταυρό του, μα το κεφάλι του δεν το κούνησε δεξιά και αριστερά, ο λογισμός του βγήκε αληθινός.

– Κηρύχτηκε πόλεμος!!!

– Θεέ μου το παιδί μας!!

– Ησύχασε κυρά μου. Δεν είναι μόνο το δικό μας παιδί. Τα παιδιά μας να λέμε και να προσευχόμαστε, είπε ο κυρ Γιάννης και έσφιξε την καρδιά του. Έπρεπε να σταθεί δυνατός τούτη τη στιγμή στην κυρά του αλλά και στην κακομοίρα την Άννα.

Κηρύχτηκε πόλεμος!! Μαζί με το χειμώνα, που ήρθε στο μικρό χωριό, ήρθε και η παγωνιά στις καρδιές των ανθρώπων. Οι μέρες περνούσαν και τα μαντάτα απ’ το μέτωπο για τα παλληκάρια του χωριού έρχονταν κάθε μέρα. Άλλα καλά και άλλα μαύρα και σκοτεινά.

Για τον Κωνσταντή τίποτα, κανένα γράμμα, κανένα νέο. Δεν μπορεί, αν γινόταν κάτι κακό θα το μάθαιναν γρήγορα. Τι συνέβαινε λοιπόν;

Αγωνία, πόνος στεναχώρια και σκέψεις περιτριγύριζαν τον κυρ Γιάννη και την κυρά Μαριγώ.

– Έφυγε και αυτό το κορίτσι και δεν ξέρουμε τι κάνει, έλεγε κι έκλαιγε η κυρά Μαριγώ.

– Τι να κάνει κι αυτό το δύσμοιρο εδώ. Πέθανε κι ο πατέρας της. Έφυγε για να προσφέρει και αυτή στην πατρίδα της, σαν νοσοκόμα, της απάντησε ο κυρ Γιάννης, πνίγοντας το λυγμό του.

Σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο στην Αθήνα υπηρετούσε η Άννα. Το χωριό της ήταν πολλά χιλιόμετρα μακριά και δεν μπορούσε εύκολα ν’ αφήσει την εργασία της. Ήταν πολύ χρήσιμη, βοηθούσε τους γιατρούς και φρόντιζε με πολύ αγάπη τους τραυματίες. Κάθε τραυματία που φρόντιζε τον ρωτούσε για τον Κωνσταντή της, κανείς όμως δεν γνώριζε κάτι.

– Δεσποινίς Άννα, φώναξε ένας γιατρός, πήγαινε σε παρακαλώ στον 19ο θάλαμο να κάνεις αλλαγή στους επιδέσμους ενός ασθενή. Μόλις τον φέρανε από το μέτωπο. Έχει τραυματιστεί στα μάτια του, το ένα πρέπει να το έχασε, Πρόσεξέ τον σε παρακαλώ.

Μπήκε βιαστικά μέσα στο θάλαμο η Άννα, που ήταν γεμάτος από τραυματίες, και αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν. Τον πλησίασε. Το πρόσωπό του ήταν ματωμένο και πρησμένο. Τα μάτια του τυλιγμένα με γάζες. Φαινόταν να πονούσε πολύ! Έπιασε το χέρι του νέου απαλά και τρυφερά. Έτσι έκαμε πάντα στους ασθενείς. Τους έλεγε πρώτα λόγια γλυκά και παρηγορητικά.

– Γεια σου, είμαι η αδερφή του θαλάμου. Ήρθα να κάμω αλλαγή στους επιδέσμους. Μην ανησυχείς, όλα θα περάσουν, θα γίνεις καλά και σύντομα θα βρεθείς με τους δικούς σου.

Το παλληκάρι γύρισε το κεφάλι προς τη γλυκιά φωνή που άκουγε και με φωνή βραχνή και αργή από τον πόνο που ένιωθε, της λέει:

– Μπορείς σε παρακαλώ να μου κάνεις πρώτα μία χάρη;

– Ναι, πες μου τι θέλεις.

– Να γράψεις για μένα ένα γράμμα.

– Πολύ ευχαρίστως!

Βγάζει από τη τσέπη της άσπρης ποδιάς ένα μολύβι κι ένα χαρτί.

– Είμαι έτοιμη, του λέει.

– Αγαπητοί μου γονείς, έχω τραυματιστεί και είμαι στο νοσοκομείο. Δεν ξέρω πόσο θα μείνω. Πιστεύω σύντομα να είμαι κοντά σας. Πατέρα μου, όσο ήμουν στο μέτωπο, δεν φοβόμουν τίποτα. Σ’ ένιωθα δίπλα μου, γιατί το πίστευα. Μάνα μου, τα πόδια μου, όσο ήταν βουτηγμένα μερόνυχτα στα χιόνια, δεν κρύωναν. Μου τα ζέσταινε η αγάπη που είχες φυτέψει στην καρδιά μου. Καλή μου Άννα, το φως των όμορφων ματιών σου ήταν και δικό μου φως. Σας αγαπά πολύ, Κωνσταντής.

Της Άννας τα δάκρυα, που έπεφταν κοφτά από τα μάτια της, έσβηναν ό,τι έγραφε στο λευκό χαρτί. Με φωνή που έτρεμε από χαρά και συμπόνια, που έβλεπε τον Κωνσταντή της, τον πήρε απαλά στην αγκαλιά της και του είπε:

– Κωνσταντή μου αγαπημένε, επιτέλους σε βρήκα!!

– Άννα Άννα, εσύ είσαι; Ναι εσύ είσαι , δεν με γελά η καρδιά μου! Φως των ματιών μου, αγαπημένη μου Άννα!!

Δεν ένιωθε πλέον πόνο ο Κωνσταντής, ένιωθε μόνο ευγνωμοσύνη κι αγάπη. Ένιωθε σαν να είχε βρει τα μαργαριτάρια όλου του κόσμου!!

Αφιερωμένο στον πατέρα μου

Αυτζόγλου Σωτηρία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *